Αν και δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα γονίδια ή το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο γεννιόμαστε, οι παράγοντες αυτοί μπορεί να επηρεάζουν το βάρος μας για δεκαετίες μετά τη γέννησή μας.
Αν και δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα γονίδια ή το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο γεννιόμαστε, οι παράγοντες αυτοί μπορεί να επηρεάζουν το βάρος μας για δεκαετίες μετά τη γέννησή μας.
Εδώ και δεκαετίες, η επιστημονική κοινότητα ερευνά και ανταλλάσσει δεδομένα και συμπεράσματα αναφορικά με τα αίτια της παχυσαρκίας. Ειδικότερα, το ερώτημα αν η γενετική προδιάθεση ή το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν οι άνθρωποι, αποτελεί το σημαντικότερο δείκτη παχυσαρκίας, έχει απασχολήσει σε βάθος τη δημόσια επιστημονική συζήτηση.
Τα γονίδια ενδέχεται να αποτελούν δείκτες παχυσαρκίας, τα ποσοστά της οποίας έχουν τριπλασιαστεί από τη δεκαετία του 1980. Στο πλαίσιο αυτό, οι δίαιτες αποτελούν καθημερινότητα για εκατομμύρια ανθρώπους. Διαβάστε περισσότερα στο άρθρο «Γρήγορη δίαιτα: Οι top επιλογές σύμφωνα με τους ειδικούς».
Αφενός, τα ποσοστά της παχυσαρκίας έχουν τριπλασιαστεί παγκοσμίως τα τελευταία σαράντα χρόνια. Εντούτοις, το χρονικό αυτό διάστημα είναι πολύ σύντομο για να περιλαμβάνει γενετικές αλλαγές, υποδηλώνοντας ότι το κοινωνικό περιβάλλον αποτελεί σημαντικό παράγοντα παχυσαρκίας. Από την άλλη, μελέτες έχουν δείξει ότι τα πανομοιότυπα δίδυμα τείνουν να «μοιάζουν» περισσότερο στο σωματικό τους βάρος, συγκριτικά με τα μη πανομοιότυπα. Στο πλαίσιο αυτό, το γενετικό υπόβαθρο φαίνεται ότι επηρεάζει επίσης το βάρος των ανθρώπων.
Και ενώ η δημόσια συζήτηση συνεχίζεται, μία νέα έρευνα έβαλε στο κάδρο και το ζήτημα της ηλικίας.
Όπως προέκυψε από την εν λόγω μελέτη –η οποία ανέλυσε δεδομένα από ένα δείγμα 5.362 ατόμων από το 1946 που είχαν γεννηθεί μέχρι σήμερα– τόσο η επίδραση της γενετικής όσο και του περιβάλλοντος στο σωματικό βάρος, μπορούν να αλλάξουν καθώς οι άνθρωποι μεγαλώνουν.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα ευρήματα, κατά την παιδική ηλικία η γενετική προδιάθεση είχε μικρή σχέση με την παχυσαρκία. Ωστόσο, το ποσοστό αυξανόταν καθώς οι συμμετέχοντες μεγάλωναν – από την εφηβεία έως την ηλικία των 69 ετών.
Τόσο το βάρος μας, όσο και η καλή υγεία εξαρτώνται από τη διατροφή μας. Διαβάστε περισσότερα στο άρθρο «Υγιεινή μεσογειακή διατροφή: Tips για να τρώτε σωστά».
Ένα παρόμοιο μοτίβο παρατηρήθηκε επίσης σε σχέση με το σωματικό βάρος και το κοινωνικό υπόβαθρο ενός ατόμου. Όπως διαπιστώθηκε, τα άτομα από μειονεκτικά περιβάλλοντα είχαν μεγαλύτερο βάρος από την εφηβεία και μετά. Από την άλλη, δεν υπήρχε σχεδόν καμία διαφορά κατά τη διάρκεια της βρεφικής ή της παιδικής ηλικίας.
Εντούτοις, καθώς οι άνθρωποι μεγάλωναν, παρατηρήθηκαν διαφορές στο βάρος τους που δεν μπορούσαν να εξηγηθούν αποκλειστικά λόγω γενετικής ή κοινωνικής προέλευσης. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ οι διαφορές βάρους αυξάνονταν σημαντικά καθώς οι συμμετέχοντες στην έρευνα μεγάλωναν, ο γενετικός παράγοντας προέβλεπε μόνο το 10% και το κοινωνικό υπόβαθρο το 4% των εν λόγω διαφορών.
Αυτό συνεπάγεται ότι κανένας από τους εν λόγω παράγοντες δεν αποτελεί αξιόλογο προγνωστικό δείκτη αυξημένου σωματικού βάρους.
Η άσκηση συμβάλλει σημαντικά στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Ωστόσο, εάν έχετε βαρεθεί τα παραδοσιακά είδη άσκησης, διαβάστε για μία νέα τάση στη γυμναστική στο άρθρο «Sweatsperiences: Η γυμναστική γίνεται διασκέδαση».
Εν κατακλείδι, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το μέγεθος της επιρροής που είχε το περιβάλλον ή η γενετική προδιάθεση στο αν ένα άτομο θα γινόταν παχύσαρκο, έδειχνε να αλλάζει καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Το συμπέρασμα αυτό καταδεικνύει, σε πρώτη φάση, ότι υπάρχουν ακόμα πολλές παράμετροι γύρω από το σωματικό βάρος που θα πρέπει να διερευνηθούν.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η παχυσαρκία μπορεί να επηρεάζεται από παράγοντες εκτός ελέγχου του ατόμου –όπως παραδείγματος χάρη η διατροφή ή η άσκηση– θα μπορούσε να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε γιατί ορισμένοι άνθρωποι δυσκολεύονται να μην πάρουν ή να χάσουν βάρος.
Η έρευνα – και η συζήτηση, συνεχίζονται.